τρολές

τρολές
και τρουλές, ο, Ν
μικρός μεταλλικός τροχίσκος προσαρμοσμένος στο άνω άκρο τής ηλεκτροφόρας κεραίας τών ηλεκτρικών σιδηροδρόμων και τροχιοδρόμων, μέσω τού οποίου αυτά τα οχήματα παίρνουν ηλεκτρικό ρεύμα από το εναέριο ηλεκτρικό καλώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. troller (< troll «κυλώ, κινώ»), μέσω τής Γαλλικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρολές — ο (λ. αγγλ.), μικρός μεταλλικός τροχός στο πάνω μέρος της ηλεκτροφόρας κεραίας των τραμ και των αυτοκινήτων που κινούνται με ηλεκτρισμό, για τη μετάδοση του ηλεκτρισμού από το εναέριο ηλεκτροφόρο καλώδιο, μέσω της κεραίας, στο όχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”